παρουσιάσιμος

παρουσιάσιμος
-η, -ο
αυτός που είναι άξιος, κατάλληλος για να παρουσιαστεί ή να τον παρουσιάσει κανείς, εμφανίσιμος, που έχει ωραίο παρουσιαστικό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρουσιάσιμος — η, ο κατάλληλος ή άξιος να παρουσιαστεί μπροστά σε άλλους, εμφανίσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρουσίαση. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • εμφανίσιμος — η, ο ευπαρουσίαστος, ο ντυμένος καλά ώστε να μπορεί να παρουσιαστεί σε δημόσια συγκέντρωση, ευπρόσωπος, παρουσιάσιμος …   Dictionary of Greek

  • ευπαρουσίαστος — η, ο 1. αυτός που έχει καλή εμφάνιση, ωραίο παρουσιαστικό 2. (για πράγματα) αυτός που μπορεί να παρουσιαστεί ευπρεπώς, ο παρουσιάσιμος. επίρρ... ευπαρουσιάστως, ευπαρουσίαστα με τρόπο ευπαρουσίαστο, ευπρεπώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ ουσιάζω (… …   Dictionary of Greek

  • εμφανίσιμος — η, ο ευπαρουσίαστος, παρουσιάσιμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευπρόσωπος — η, ο ευπαρουσίαστος, παρουσιάσιμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”