παρουσιάσιμος — η, ο κατάλληλος ή άξιος να παρουσιαστεί μπροστά σε άλλους, εμφανίσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρουσίαση. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
εμφανίσιμος — η, ο ευπαρουσίαστος, ο ντυμένος καλά ώστε να μπορεί να παρουσιαστεί σε δημόσια συγκέντρωση, ευπρόσωπος, παρουσιάσιμος … Dictionary of Greek
ευπαρουσίαστος — η, ο 1. αυτός που έχει καλή εμφάνιση, ωραίο παρουσιαστικό 2. (για πράγματα) αυτός που μπορεί να παρουσιαστεί ευπρεπώς, ο παρουσιάσιμος. επίρρ... ευπαρουσιάστως, ευπαρουσίαστα με τρόπο ευπαρουσίαστο, ευπρεπώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ ουσιάζω (… … Dictionary of Greek
εμφανίσιμος — η, ο ευπαρουσίαστος, παρουσιάσιμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευπρόσωπος — η, ο ευπαρουσίαστος, παρουσιάσιμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)